- κεραμήιος
- κεραμήϊος, -ίη, -ον, θηλ. και κεραμηΐς (Α)βλ. κεράμειος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κεραμήιον — κεραμήϊον , κεραμεῖον potter s workshop neut nom/voc/acc sg κεραμήιος masc acc sg κεραμήιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεράμειος — α, ο (Α κεράμειος, ον και ιων. τ. κεραμήϊος, ίη, ιον) [κέραμος] κατασκευασμένος από πηλό, πήλινος («μηδὲν ἀργυροῡν, ἀλλὰ κεράμεια πάντα προσφέρειν καὶ παρατιθέναι τοὺς ὑπηρέτας», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
κεραμήια — κεραμήϊα , κεραμεῖον potter s workshop neut nom/voc/acc pl κεραμήιος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)